Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυθμένια — πυθμένιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθμένιο — το / πυθμένιον, ΝΜΑ [πυθμήν, ένος] μικρός πυθμένας νεοελλ. κυκλικός πυθμένας βλήματος ή κάλυκα … Dictionary of Greek